- τετράωρο(ν)
- το четыре часа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τετράωρος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί τέσσερις ώρες: Τετράωρη εργασία. 2. το ουδ. ως ουσ., τετράωρο χρονικό διάστημα τεσσάρων ωρών: Δούλεψα ένα τετράωρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετράωρος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει διάρκεια τεσσάρων ωρών 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράωρο χρονικό διάστημα τεσσάρων ωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ωρος (< ώρα), πρβλ. πεντά ωρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Αρ. Π. Κουρτίδη] … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
εικοσ(ι)τετράωρος — η, ο 1. που έχει διάρκεια 24 ωρών: Εικοσιτετράωρη απεργία. 2. το ουδ. ως ουσ., εικοσ(ι)τετράωρο, το χρονικό διάστημα 24 ωρών, το ημερονύκτιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)